σωματηγός

σωματηγός
σωμᾰτ-ηγός, όν, ([etym.] ἄγω)
A carrying a body, i.e. used for riding,

σ. ἡμίονος Suid.

s.v. ἀστράβη.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σωματηγός — ὁ, ἡ, Μ φρ. «σωματηγὸς ήμίονος» μουλάρι που χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο ως μεταφορικό μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + ηγός (< ἄγω), πρβλ. στρατ ηγός. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • σωματηγόν — σωματηγός carrying a body masc/fem acc sg σωματηγός carrying a body neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματηγώ — έω Μ [σωματηγός] (για ημίονο) μεταφέρω άνθρωπο …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”